σουσαμένιος

σουσαμένιος
-α, -ο, Ν
1. σουσαμάτος
2. παρασκευασμένος με σουσάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι + κατάλ. -ένιος (πρβλ. κριθαρ-ένιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σησαμαίος — αία, ον, Α (για διάφορα γλυκίσματα) παρασκευασμένος με σουσάμι, σουσαμένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + κατάλ. αῖος (πρβλ. σπορ αῖος)] …   Dictionary of Greek

  • σησαμόεις — εσσα, εν, και σησαμοῡς, οῡν, Α 1. (για εδέσματα) παρασκευασμένος με σουσάμι, σουσαμένιος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σησαμοῡς γλύκισμα με σουσάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • σουσαμωτός, -ή, -ό — και σουσαμένιος, ια, ιο αυτός που περιέχει σουσάμι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”